- διατείνονται
- διατείνωstretch to the uttermostpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδρομαντεία — Η πρόβλεψη του μέλλοντος, από την εξέταση των κυματισμών, της διαφάνειας και του χρώματος του νερού. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό και αρχαιοδίφη Ουάρωα, οι Έλληνες παρέλαβαν την υ. από τους Πέρσες, την εποχή της εκστρατείας του Ξέρξη στην… … Dictionary of Greek
φωτίζω — ΝΑ, και φωτάω Ν [φῶς, φωτός] 1. παρέχω φως (α. «η λάμπα φωτίζει το δωμάτιο» β. «ὁ ἥλιος φωτίζει τὸν κόσμον», Διόδ.) 2. μτφ. παρέχω εξηγήσεις, διευκρινίσεις, διαφωτίζω (α. «η ανάκριση φώτισε το έγκλημα» β. «οι Βυζαντινοί σχολιαστές φώτισαν αρκετά… … Dictionary of Greek
χαμανισμός — Ονομάζεται έτσι η τέχνη και η θρησκεία των Χαμάνων, δηλαδή των μάγων, μάντεων και γοήτων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την ευπιστία των λαών της κεντρικής και ανατολικής Ασίας, Μογγόλων, Μαντζού, Οστιάκων και Τσουβάσων. Ο χ., πολλές φορές, συγχέεται … Dictionary of Greek
ανθρωποκεντρισμός — Αντίληψη κατά την οποία ο άνθρωπος είναι το κέντρο και ο τελικός σκοπός του κόσμου και της δημιουργίας. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο και θεολόγο Ράνκε, ο ζωικός κόσμος βρίσκεται σε ιδεατή ενότητα με επικεφαλής τον άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί το… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
Μασκογκίν — (Muskogean). Ομάδα αυτόχθονων φυλών της Βόρειας Αμερικής. Έως τον 18o αι. οι Μ. κατοικούσαν στην ανατολική πλευρά του κάτω ρου του Μισισιπή μέχρι τον ποταμό Τενεσί και μιλούσαν κατά βάση μία κοινή γλώσσα με επιμέρους διαλέκτους. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… … Dictionary of Greek
Ρενουβιέ, Σαρλ-Μπερνάρ — (Renouvier, Μονπελιέ 1815 – Πραντές, Ανατολικά Πυρηναία 1903). Γάλλος φιλόσοφος. Ιδρυτής και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γαλλικού νεοκριτικισμού, από τα κυριότερα έργα του είναι τα Δοκίμια γενικής κριτικής (1854 1864), Η επιστήμη της ηθικής… … Dictionary of Greek